θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… … Dictionary of Greek
ανθρώπινος — η, ο (AM ἀνθρώπινος, η, ον και ος, ον) 1. αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση 2. αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ αυτόν αρχ. μσν. 1. εκείνος που είναι σύμφωνος με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους «ἀπέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατὰ… … Dictionary of Greek
κανιβαλικός — και καννιβαλικός, ή, ό [καννίβαλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στους κανιβάλους, θηριώδης, άγριος. επίρρ... καν(ν)ιβαλικά και ώς με κανιβαλικό, με θηριώδη τρόπο … Dictionary of Greek
κενταυρικός — κενταυρικός, ή, όν (Α) [κένταυρος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε κένταυρο 2. αυτός που χαρακτηρίζει άνθρωπο άγριο, ωμό, θηριώδη. επίρρ... κενταυρικῶς (ΑΜ), με κενταυρικό, αγροίκο τρόπο … Dictionary of Greek
Θηρίτας — Προσωνυμία του Ενυάλιου Άρη στη Λακωνία. Στον δρόμο για τη Θεράπνη υπήρχε αρχαιότατο ιερό του θεού, τον οποίον αποκαλούσαν έτσι από την τροφό του, Θρω. Σύμφωνα με άλλη άποψη η προσωνυμία προέρχεται από τη λέξη θηρίο και δηλώνει τον πολεμιστή που… … Dictionary of Greek
ντίνγκο — (canis dingo). Σαρκοβόρο της οικογένειας των Κυνιδών. Το άγριο αυτό σκυλί, που ζει στην Αυστραλία, μόλις ξεπερνά σε ύψος τα 0,50 μ. ως το ακρώμιο· το τρίχωμά του είναι πυκνό και όχι πολύ μακρό, με διάφορα χρώματα, αλλά πάντοτε ομοιόμορφα: μπορεί… … Dictionary of Greek
Πάντοβα — (Padova και εξελληνισμένος τύπος Πάδουα). Πόλη της Ιταλίας στην περιοχή Βένετο, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στην καρδιά της παντοβενετικής πεδιάδας. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Ευγανείους, υπήρξε σημαντικό κέντρο των Βενετών, σύμμαχος της Ρώμης … Dictionary of Greek
Σαπρολεγνύδες — (Saprolegniidae). Οικογένεια υδρόβιων φυκομυκήτων της υπόταξης των σαπρολεγνιιδών, της τάξης των ωομυκήτων. Μερικά είδη του γένους σαπρολεγνία, όπως π.χ. η μούχλα των ψαριών, ζουν πάνω σε ψάρια και άλλα υδρόβια ζώα, ενώ άλλα είδη, πάνω σε… … Dictionary of Greek
αγριόψυχος — η, ο άνθρωπος με άγρια, θηριώδη ψυχή: Άλλον τέτοιο αγριόψυχο άνθρωπο δεν είχε ξανασυναντήσει στη ζωή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)